Το σπίτι το βράδυ έπαιρνε μια όψη
Έμεινε ώρα πολλή σιωπηλός με τα μάτια
Τη σιωπή του δάσους την
Οι καλές πράξεις δεν ήταν μέσα στις
Μεγάλοι και πελώριοι κορμοί ήταν
Θέλω να του εκφράσω τη
Πρέπει να ψάξεις πολύ μήπως και βρεις
Του άρπαξε το χέρι και το
Ήταν συνηθισμένος να βρίσκει
Μετά από αυτή την
και τρομαχτική
στο έδαφος
κατά διαστήματα κάποιο κελάηδημα
του συνήθειες
άσπλαχνα από κάποιο τσεκούρι
και τη λύπη μου
χαμένη ελπίδα
κλαίγοντας με λυγμούς
μιαν απάντηση σε μια φιλοφρόνηση
ένιωσε κάποιο βάρος να φεύγει